- ἀλιτήμερος
- ἀλιτ-ήμερος, ον,A missing the right day, untimely born, like ἠλιτόμηνος, cj. Guyet in Hes.Sc.91 (for ἀλιτήμενον), cf. EM428.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλιτήμερος — ἀλιτήμερος, ον (Α) αυτός που πλανήθηκε ως προς τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ (< θ. ἀλιτ τού αορ. β΄ ἤλιτον τού ρ. ἀλιταίνω) + ημερος < ἡμέρα ο σχηματισμός τού επιθ. κατά το ἠλιτόμηνος*] … Dictionary of Greek
ἀλιτήμερος — missing the right day masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιταίνω — ἀλιταίνω (επικ. ρ.) (Α) 1. προσβάλλω, αδικώ, βλάπτω 2. υπερβαίνω, παραβαίνω 3. σφάλλω, πέφτω έξω, δεν πετυχαίνω κάτι 4. (η μτχ. ως επίθ.) ἀλιτήμενος αμαρτωλός, ανόσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα θ. τής λ. ἀλείτης*… … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
κἀλιτήμερα — ἀλιτήμερα , ἀλιτήμερος missing the right day neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)